- ἡρώιον
- ἡρώιοςmasc acc sgἡρώιοςneut nom/voc/acc sgἡρώϊον , ἡρῷονshrine of a heroneut nom/voc/acc sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἡρῶιον — ἡρῷον , ἡρῷος the heroic measure masc acc sg ἡρῷον , ἡρῷος the heroic measure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηρώος — α, ο (Α ἡρῷος, ῴα, ον και ασυναίρ. τ. ἡρώιος, ία, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ηρώο μνημείο που έχει ανεγερθεί προς τιμήν τών πεσόντων στους πολέμους τού έθνους αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ό ἡρῷος (ενν. ῥυθμός) το ηρωικό μέτρο, ο δακτυλικός… … Dictionary of Greek